ποιοῦσα

ποιοῦσα
ποιέω
make
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
ποιόω
make of a certain quality
pres part act fem nom/voc sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποιούσας — ποιούσᾱς , ποιέω make pres part act fem acc pl (attic epic doric) ποιούσᾱς , ποιέω make pres part act fem gen sg (doric) ποιούσᾱς , ποιόω make of a certain quality pres part act fem acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιοῦσ' — ποιοῦσα , ποιέω make pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) ποιοῦσι , ποιέω make pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ποιοῦσι , ποιέω make pres ind act 3rd pl (attic epic doric) ποιοῦσαι , ποιέω make pres part act fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERICLYSIS — Graece Περίκλυσις, ora vel extremitas vestis et veli et cuiuslibet rei, apud Anastasium in Leone IV. Fecit vero in eadem basilica ad splendorem sacri Altaris, vestem holosericam habentem Periclysim de chrysoclavo, h. e. περιῤῥοὴν et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλωστήρας — ο (AM κλωστήρ) [κλώθω] μεγάλος κλώστης, μεγάλο αδράχτι αρχ. 1. κλωστή ή νηματόδεμα («ἄτρακτον εἱλίσσουσα χεροῑν, κλωστῆρα ποιοῡσα», Αριστοφ.) 2. μτφ. το νήμα τής τύχης …   Dictionary of Greek

  • ληιάνειρα — ληϊάνειρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ποιοῡσα τοὺς ἄνδρας γυναικῶν ἐρᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐς «λεία» + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα, κυδι άνειρα] …   Dictionary of Greek

  • παιγνία — παιγνία, ιων. τ. παιγνίη, ἡ (Α) [παίγνιον] 1. το παιχνίδι, η παιδιά 2. η εορτή («ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν... τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ ἐκ τῶν γειτόνων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… …   Dictionary of Greek

  • χροιά — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. χρόα και επικ. και ιων. τ. χροιή Α 1. χρώμα, χρωματισμός (α. «αυτό το πλακάκι έχει παράξενη χροιά» β. «αἱ χρόαι ἅπασαι μεμιγμέναι ἐκ τριῶν, τοῡ φωτός, καὶ δι ὧν φαίνεται τὸ φῶς, καὶ τῶν ὑποκειμένων χρωμάτων», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԱՐԱԿ — ( ) NBH 1 0339 Chronological Sequence: 6c ա. Որպէս Արարող. ուստի ԱՅԼ ԱՐԱՐԱԿ. ἅλλο ποίων, ποιοῦσα aliud faciens ՈՐ այլ ինչ առնէ կամ կացուցանէ. իբր տեսակարար (տարբերութիւն). Պորփ. տարբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”